- ακοσμία
- η1) неприличие, непристойность; безобразие; 2) неупорядоченность, беспорядочность; неустроенность; беспорядок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀκοσμία — ἀκοσμίᾱ , ἀκοσμία disorder fem nom/voc/acc dual ἀκοσμίᾱ , ἀκοσμία disorder fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοσμία — Φιλοσοφικός όρος τον οποίο χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης για να δηλώσει την αναρχική κατάσταση των πόλεων της Κρήτης, όταν δεν υπήρχαν κόσμοι, όπως λέγονταν οι ανώτατοι άρχοντες στις κρητικές πόλεις. Στα νεότερα χρόνια τον όρο χρησιμοποίησε πρώτος… … Dictionary of Greek
ἀκοσμίᾳ — ἀκοσμίαι , ἀκοσμία disorder fem nom/voc pl ἀκοσμίᾱͅ , ἀκοσμία disorder fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοσμία — η 1. αταξία: Στη συγκέντρωση επικρατούσε ακοσμία. 2. απρέπεια, ασχημοσύνη: Αυτά που έγιναν ήταν ακοσμίες. 3. φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία ο υλικός κόσμος είναι ανύπαρκτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκοσμίας — ἀκοσμίᾱς , ἀκοσμία disorder fem acc pl ἀκοσμίᾱς , ἀκοσμία disorder fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμίαι — ἀκοσμία disorder fem nom/voc pl ἀκοσμίᾱͅ , ἀκοσμία disorder fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμίαν — ἀκοσμίᾱν , ἀκοσμία disorder fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμίαις — ἀκοσμία disorder fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμίη — ἀκοσμία disorder fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμίης — ἀκοσμία disorder fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безлѣпотьство — БЕЗЛѢПОТЬСТВ|О (1*), А с. Безобразие: Отътолѣ ст҃а˫а но(щ) и нынѣшнѩ˫а жизни... и красу первое безлѣпо(т)ство приемлеть. (ἡ... ἀκοσμία) ГБ XIV, 63б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)